- κιρνᾷν
- κιρνάωmixpres inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιρνᾶν — κιρνάω mix pres part act masc voc sg (doric aeolic) κιρνάω mix pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κιρνάω mix pres part act masc nom sg (doric aeolic) κιρνᾶ̱ν , κιρνάω mix pres inf act (epic doric) κιρνάω mix pres inf act (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρνώ — κιρνῶ, άω και κίρνημι (AM) 1. αναμιγνύω κρασί με νερό («ἡ δὲ τρίτη κρητῆρι μελίφρονα οἶνον ἐκίρνα ἡδὺν ἐν ἀργυρέῳ», Ομ. Οδ.) 2. (μεσοπαθ.) κιρνῶμαι, άομαι ενώνομαι, ενοποιούμαι μσν. κερνώ αρχ. 1. μτφ. μετριάζω («βουλόμενοι δὲ μαλάττειν καὶ κιρνᾶν … Dictionary of Greek